εγχειβρόμος

εγχειβρόμος
ἐγχειβρόμος, -ον (Α)
επίθετο τής Αθηνάς με το βροντερό έγχος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ἐγχειβρόμου — ἐγχείβρομος masc/fem/neut gen sg ἐγχειβρόμος thundering with the spear masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐγχειβρόμῳ — ἐγχείβρομος masc/fem/neut dat sg ἐγχειβρόμος thundering with the spear masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βρόμος — (I) ο (Α βρόμος) βρόμη, ονομασία αγρωστώδους που χρησιμεύει ως τροφή των ζώων. [ΕΤΥΜΟΛ. < βρέμω*, ίσως επειδή θεωρούνταν ότι το φυτό αυτό προστάτευε από τους κεραυνούς]. (II) ο (AM βρόμος, Α και βρῶμος) άσχημη μυρωδιά νεοελλ. 1. ακαθαρσία 2.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”